ὑστερικός

ὑστερικός
ὑστερ-ικός, ή, όν, ([etym.] ὑστέρα) of women,
A suffering in the womb, hysterical, Hp.Prorrh.1.119, Arist.GA776a10;

ὑ. πνίξ

passio hysterica, hysterics,

Sor.2.26

. Gal.11.47; also in pl., Id.14.181; so τὰ ὑστερικά (sc. πάθη) Hp.Aph.5.35. Adv.

-κῶς, πνιγόμεναι Dsc.2.8

.
2 of or belonging to the womb,

σκληρύσματα Hp.Coac.517

; ὑμένες, πόρος, Arist.GA717a5, 720b31; σπερμάτια remedial for the womb, Hp.Mul. 1.45.
II ἐν ὑ. τόπῳ dub. sens. in PLond.3.755v.7 (iv A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υστερικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με την υστερία (βλ. λ.), που προκαλείται από αυτή: Υστερικά γέλια. 2. αυτός που πάσχει από υστερία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υστερικός — ή, ό / ὑστερικός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και υστερικιά Ν νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υστερία («υστερική κρίση») 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υστερία αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μήτρα («ὑστερικὸς ὑμήν», Αριστοτ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • ὑστερικός — ὑ̱στερικός , ὑστερίζω come after perf part act neut nom/voc/acc sg ὑστερικός suffering in the womb masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερικά — ὑστερικός suffering in the womb neut nom/voc/acc pl ὑστερικά̱ , ὑστερικός suffering in the womb fem nom/voc/acc dual ὑστερικά̱ , ὑστερικός suffering in the womb fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερικῶν — ὑστερικός suffering in the womb fem gen pl ὑστερικός suffering in the womb masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερικόν — ὑστερικός suffering in the womb masc acc sg ὑστερικός suffering in the womb neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερικαῖς — ὑστερικός suffering in the womb fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερικαῖσιν — ὑστερικός suffering in the womb fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερικαί — ὑστερικός suffering in the womb fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερικοῖς — ὑστερικός suffering in the womb masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερικοῖσι — ὑστερικός suffering in the womb masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”